- κυνηγήσεις
- κυνηγέωhuntaor subj act 2nd sg (epic)κυνηγέωhuntfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περασιά — η το μέρος απ όπου μπορεί να περάσει κανείς, πέρασμα, διάβαση, δίοδος, πέραμα: Για να κυνηγήσεις λαγό, πρέπει να ξέρεις την περασιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)